ενδοκοιλιακός

ενδοκοιλιακός
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό τής κοιλίας ή στο εσωτερικό κοιλίας τού εγκεφάλου ή τής καρδιάς
2. φρ. «ενδοκοιλιακή ένεση» — η ένεση σε πλάγια κοιλία τού εγκεφάλου ή σε κοιλία τής καρδιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”